νεύρου

νεύρου
νεύ̱ρου , νεῦρον
sinew
neut gen sg
νευρόω
strain the sinews
pres imperat act 2nd sg
νευρόω
strain the sinews
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραβίωση — Αντίδραση φάσης του ζωντανού ιστού σε ερέθισμα ορισμένης διάρκειας και ισχύος, με το οποίο καταστέλλονται παροδικά η ερεθιστικότητα, η αγωγιμότητα και οι φυσιολογικές διεργασίες διέγερσης του ιστού. Το φαινόμενο της π. επιδείχθηκε το 1901 από τον …   Dictionary of Greek

  • ισχιαλγία — Νευραλγία του ισχιακού νεύρου, ρευματικής ή τραυματικής αιτιολογίας, που μπορεί να προκληθεί και από ορισμένες δηλητηριάσεις (αλκοόλ, μόλυβδος). Η συνηθέστερη αιτία είναι η πίεση του ισχιακού νεύρου από μετατόπιση του μεσοσπονδυλίου δίσκου ή κατά …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… …   Dictionary of Greek

  • νευρίτιδα — Φλεγμονή ενός νευρικού στελέχους που προκαλείται από τραυματισμούς, όπως είναι οι πληγές, οι θλάσεις, οι συμπιέσεις του νεύρου κ.ά. Όλα τα λοιμώδη νοσήματα (τύφος, ευλογιά, διφθερίτιδα, οξεία ρευματική αρθρίτιδα, ιλαρά, γρίπη, παρωτίτιδα κ.ά.)… …   Dictionary of Greek

  • νευραλγία — Έντονος πόνος, συνήθως παροξυστικός, που εντοπίζεται στο πεδίο διανομής αισθητικών ή μεικτών νεύρων. Ανάλογα με το νεύρο που προσβάλλεται, η ν. καλείται μεσοπλεύρια, ισχιαλγία, ν. τριδύμου κλπ. Είναι σύνδρομο που προκαλείται από διάφορα αίτια,… …   Dictionary of Greek

  • αναστολή — Ο όρος κυριολεκτικά σημαίνει διακοπή μιας φυσιολογικής δραστηριότητας. (Ιατρ.) Αρχικά, α. χαρακτηριζόταν η ενέργεια που ασκεί ένα νευρικό κέντρο για να ελαττώσει ή να εξαλείψει τα αποτελέσματα της φυσιολογικής δραστηριότητας ενός άλλου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • γάγγλιο — το (Α γαγγλίον) στρογγυλός ή επιμήκης μικρός όγκος σε ορισμένα σημεία των λεμφαγγείων και των νεύρων αρχ. 1. «ἀπόστημα ἄπονον ὑπὸ λευκῷ και νευρώδει χιτῶνι» απόστημα που δεν προκαλεί πόνο σκεπασμένο με λευκό χιτώνα από νεύρα 2. «νεύρου παρὰ φύσιν …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροδιαγνωστική — (Ιατρ.). Η εφαρμογή του ηλεκτρισμού για διαγνωστικούς σκοπούς, κυρίως για την εξέταση μυών και νεύρων. Η εξέταση αυτή επιτρέπει τη μελέτη των αντιδράσεων του νευρομυϊκού συστήματος σε ερεθίσματα με τη βοήθεια συνεχούς ή εναλλασσόμενου ρεύματος.… …   Dictionary of Greek

  • λιθοειδής — ές (Α λιθοειδής, ές) ο όμοιος με λίθο, αυτός που έχει τα γνωρίσματα τού λίθου νεοελλ. φρ. ανατ. α) «λιθοειδές οστό» το τμήμα τού κροταφικού οστού που περιέχει το όργανο τής ακοής και τον πόρο τού προσωπικού νεύρου β) «λιθοειδές νεύρο» ένα από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”